ερείκη

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐρείκη και ἐρίκη)
ρείκι, θαμνώδες φυτό, φρυγανοειδής θάμνος
νεοελλ.
γένος φυτών της οικογένειας ερεικίδες που περιλαμβάνει περισσότερα από 530 είδη (μερικά είδη του είναι: δεντρορείκι, χαμορείκι, κν. ρείκι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Fερεικᾱ, οπότε συνδέεται με αρχ. ιρλ. froech, ρωσ. veres, veresk. Η λατ. λ. erice αποτελεί δάνειο από την Ελληνική].