ρείκι

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

και ρείχι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών του γένους ερείκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρείκιον, υποκορ. του ἐρείκη με σίγηση του αρκτικού ε-].