ἐρείκιον

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρείκιον Medium diacritics: ἐρείκιον Low diacritics: ερείκιον Capitals: ΕΡΕΙΚΙΟΝ
Transliteration A: ereíkion Transliteration B: ereikion Transliteration C: ereikion Beta Code: e)rei/kion

English (LSJ)

τό,
A crumbly pastry, = ἴτριον, Gal.19.100.
II ἐρίκια, τά, heath-plants, PLond.3.905 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ἐρείκιον, τὸ (Α)
1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον)
2. πληθ. τὰ ἐρείκια
εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. -ιον, από το οποίο με σίγηση του αρχικού άτονου ε- προήλθε το ρείκι].