ἰατραλείπτης

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰατρᾰλείπτης Medium diacritics: ἰατραλείπτης Low diacritics: ιατραλείπτης Capitals: ΙΑΤΡΑΛΕΙΠΤΗΣ
Transliteration A: iatraleíptēs Transliteration B: iatraleiptēs Transliteration C: iatraleiptis Beta Code: i)atralei/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀλείφω)

   A surgeon who practises by anointing, friction, and the like, Plin.Ep.10.5(4), Cels.1.1, Gal.13.104, Paul.Aeg.3.47:—hence ἰατρ-ᾰλειπτική (sc. τέχνη), practice of an ἰατραλείπτης, Plin.HN29.4.

German (Pape)

[Seite 1234] ὁ, ein Arzt, der durch Einreiben von Salben heilt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτρᾰλείπτης: -ου, ὁ, (ἀλείφω) ἰατρὸς θεραπεύων δι᾿ ἀλοιφῶν, ἐντριβῶν, κ. τ. τ., Πλιν. Ἐπ. 10. 4, Κέλσος· ἐντεῦθεν ἰᾱτρᾰλειπτική (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἰατραλείπτου, Πλίν. 29. 3.

Greek Monolingual

ἰατραλείπτης, ὁ (Α)
γιατρός που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + αλείπτης (< αλείφω)].

Russian (Dvoretsky)

ἰᾱτρᾰλείπτης: ου (1) ὁ иатралипт (врач, лечащий втираниями) Plin. J.