ῥιφή
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ἡ,= ῥῖμμα and ῥῖψις, Lyc.235,1326.
German (Pape)
[Seite 845] ἡ, = ῥίμμα u. ῥῖψις, Lycophr. 235. 1326 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῐφή: ἡ, = ῥῖμμα καὶ ῥῖψις, Λυκόφρ. 235, 1326.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ρίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ῥιπή σχηματισμένος από το θ. του παθ. αορ. β' ἐ-ρρίφ-ην του ῥίπτω.