σιαγόνιον

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾱγόνιον Medium diacritics: σιαγόνιον Low diacritics: σιαγόνιον Capitals: ΣΙΑΓΟΝΙΟΝ
Transliteration A: siagónion Transliteration B: siagonion Transliteration C: siagonion Beta Code: siago/nion

English (LSJ)

Ion. σῐηγ-, τό, in pl.,

   A the parts under or near-the jaw, Hp.Morb.2.26, LXXDe.18.3.    II cheek-piece, side-piece, in military engines, Ath.Mech.35.5, Apollod.Poliorc.183.3, 188.4.

German (Pape)

[Seite 877] τό, dim. von σιαγών, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σιᾱγόνιον: Ἰων. σιηγ-, τό, ὑποκορ. τοῦ σιαγών, Ἱππ. 469. 32, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΗ΄, 3).

Greek Monolingual

και ιων. τ. σιηγόνιον, τὸ, Α σιαγών, -όνος]
1. υποκορ. του σιαγών
2. το πλάγιο τμήμα στρατιωτικής μηχανής
3. στον πληθ. τὰ σιαγόνια
τα τμήματα του προσώπου που βρίσκονται κάτω από το σαγόνι ή κοντά σ' αυτό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιᾱγόνιον -ου, τό, Ion. σιηγόνιον kaakbeen.