ελευθερώνω

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, -όω
Μ και ἐλευθερώνω)
1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν»)
2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο την ελευθερία του
3. απολυτρώνω, απαλλάσσω κάποιον απ' ό,τι τον καταπιέζει ή τον βασανίζει (από χρέη, ασθένεια, αμαρτίες κ.λπ.)
4. αποφυλακίζω
5. καθιστώ ελεύθερο ένα χώρο, τον απαλλάσσω από εμπόδια ή τον αδειάζω («ελευθέρωσα την αίθουσα, τον διάδρομο, την είσοδο κ.λπ.», «τὸν ἔσπλουν ἐλευθερώσας»)
νεοελλ.
ελευθερώνομαι (για έγκυο) γεννώ
αρχ.
1. αθωώνω
2. ἐλευθεροῡμαι
δεν έχω πια ηθικούς φραγμούς, παραδίνομαι στην ακολασία.