Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
(Μ βαρβαρώνομαι, Α βαρβαροῡμαι, -όομαι) βάρβαροςγίνομαι βάρβαρος, χάνω την ελληνικότητά μου ή την ανθρωπιά μουαρχ.(μτχ. παρακμ.) βεβαρβαρωμένος, -η, -ον- δυσνόητος, δυσερμήνευτος.