κιθαραοιδός

From LSJ
Revision as of 18:36, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθαρᾰοιδός Medium diacritics: κιθαραοιδός Low diacritics: κιθαραοιδός Capitals: ΚΙΘΑΡΑΟΙΔΟΣ
Transliteration A: kitharaoidós Transliteration B: kitharaoidos Transliteration C: kitharaoidos Beta Code: kiqaraoido/s

English (LSJ)

ὁ, poet. uncontr. form of κιθαρῳδός: Sup. -ότατος Ar.V.1278, Eup.293:—late Boeot. κιθαραϝυδός IG7.3195.19 (Orchom.).

German (Pape)

[Seite 1437] ὁ, = κιθαρῳδός; Ar. Vesp. 1277 bildet den superl. κιθαραοιδότατος; s. auch Eupol. beim Schol. dazu.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰραοιδός: ὁ, ποιητ. τύπος τοῦ κιθαρῳδός, ὅθεν ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1318, τὸ ὑπερθ. κιθαραοιδότατος· οὕτως Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 9· ― ἔν τινι Βοιωτ. ἐπιγραφ. κιθαραϝυδός, Συλ. Ἐπιγ. 1583. 19.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur de cithare, chanteur s’accompagnant à la cithare.
Étymologie: κιθάρα, ἀοιδός.

Greek Monolingual

κιθαραοιδός και βοιωτ. τ. κιθαραFυδός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κιθαρωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + ἀοιδός.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰραοιδός: ὁ (только ирон. superl. Arph.) = κιθαρῳδός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθαραοιδός -οῦ, ὁ poët. voor κιθαρῳδός.