δίχορδος
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A two-stringed, πηκτίς Sopat.11:—Subst. δί-χορδον, τό, Euphro 1.34.
German (Pape)
[Seite 647] mit zwei Saiten, Ath. IV, 183 b; τὸ δίχορδον, der Dichord, Euphron. Ath VII, 380 b.
Greek (Liddell-Scott)
δίχορδος: -ον, δύο χορδὰς ἔχων, πηκτὶς Ἀθήν. 183Β· ― δίχορδον, τό, Εὔφρων Ἀδελφ. 1. 34.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
mús. de dos cuerdas πηκτίς Sopat.11
•neutr. sg. subst. τὸ δ. instrumento de dos cuerdas πρὸς τὸ δ. ἐτερέτιζες Euphro 1.34, cf. Clem.Al.Strom.1.16.75.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίχορδος, -ον)
(για μουσικό όργανο) αυτός που έχει δύο χορδές
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίχορδον
είδος μουσικού οργάνου.