πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
P. and V. βακχεῖαι, αἱ (Plato), V. βάκχευσις, ἡ, βάκχευμα, τό, or pl., βακχεῖον, τό (pl. in Ar.), τελεταὶ εὔιοι, αἱ.