ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
mildew: P. ἐρυσίβη, ἡ.
ruin: P. and V. φθορά, ἡ, διαφθορά, ἡ, V. ἀποφθορά, ἡ.
canker: V. λειχήν, ὁ.
P. and V. μαραίνειν.
destroy: P. and V. φθείρειν, διαφθείρω, διαφθείρειν; see wither.