combine
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. συνάγω, συνάγειν, P. συνίσταμαι, συνιστάναι.
put together: P. and V. συντίθημι, συντιθέναι.
mix together: P. and V. συγκεραννύω, συγκεραννύναι.
verb intransitive
P. and V. συνέρχομαι, συνέρχεσθαι.
combine politically: Ar. and P. συνίστασθαι, καθ' ἓν γίγνεσθαι (Thuc. 3, 10), P. and V. συνομνύναι.
contribute towards: P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc., V. gen.); see contribute.