disdainful
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. σεμνός, ὑψηλός. P. ὀλίγωρος, ὑπερήφανος, μεγαλόφρων, ὑπεροπτικός, V. ὑπέρφρων, ὑπέρκοπος, ὑψηλόφρων (also Plato but rare P.), ὑψήγορος, σεμνόστομος, Ar. and V. γαῦρος.
disdainful of: P. ὑπεροπτικός (gen.), ὀλίγωρος (gen.).