indignant
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English > Greek (Woodhouse)
adjective
angry: Ar. and P. χαλεπός, P. and V. πικρός, P. περιοργής, ὀργίλος, V. ἔγκοτος.
be indignant, v.: Ar. and P. χαλεπαίνειν, ἀγανακτεῖν, P. δεινὸν ποιεῖσθαι, V. ἀτλητεῖν, βαρυστόνως φέρω, βαρυστόνως φέρειν; see be angry.
be indignant at: Ar. and P. χαλεπαίνειν (dat.), ἀγανακτεῖν (dat.). P. δυσχεραίνειν (acc. or dat.), χαλεπῶς φέρω, χαλεπῶς φέρειν (acc.), V. δυσφορεῖν (dat.), πικρῶς φέρω, πικρῶς φέρειν (acc.), ἀσχάλλειν (dat) (also Dem. 555, but rare P.); see be angry at.