δειματοποιός

From LSJ
Revision as of 14:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειμᾰτοποιός Medium diacritics: δειματοποιός Low diacritics: δειματοποιός Capitals: ΔΕΙΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: deimatopoiós Transliteration B: deimatopoios Transliteration C: deimatopoios Beta Code: deimatopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A terrifying, Sch.E.Hec.70.

German (Pape)

[Seite 537] = folgdm, Schol. Eur. Hec. 69.

Greek (Liddell-Scott)

δειματοποιός: -όν, προξενῶν φόβον, Σχ. Εὐρ. Ἑκ. 69 (πρβλ. δειματόω;)

Spanish (DGE)

-όν que produce miedo, terrorífico Sch.E.Hec.70D.

Greek Monolingual

δειματοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (-τος) + -ποιός < ποιώ].