δενδροτρόφος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A rearing trees, ὄρη Max.Tyr.31.7.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροτρόφος: -ον, ὁ τρέφων τὰ δένδρα, Μάξ. Τύρ. 125, 28.
Spanish (DGE)
-ον que cría árboles ὄρη Max.Tyr.25.7.
Greek Monolingual
δενδροτρόφος, -ον (Α)
(για τόπους) κατάλληλος για την καλλιέργεια δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -τρόφος < τρέφω.