διαλλακτικός

From LSJ
Revision as of 15:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλλακτικός Medium diacritics: διαλλακτικός Low diacritics: διαλλακτικός Capitals: ΔΙΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diallaktikós Transliteration B: diallaktikos Transliteration C: diallaktikos Beta Code: diallaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to mediate, D.H.7.34.

German (Pape)

[Seite 587] ή, όν, zur Versöhnung geneigt, Dion. Hal. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

διαλλακτικός: -ή, -όν, κλίνων ἢ ἐπιτήδειος πρὸς διαλλαγὴν, συμφιλιωτικός, Διον. Ἁλ. 7. 34.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
inclinado a hacer de mediador, tendente a la mediación, pacificador δόξας μέτριος ὀργὴν εἶναι καὶ διαλλακτικός D.H.7.34, (θυσίαι) διαλλακτικαί (sacrificios) que apaciguan (a los dioses), Sud.s.u. θυσία.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαλλακτικός, -ή, -όν) διαλλάσσω
συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός.