διατάκτης

From LSJ
Revision as of 15:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατάκτης Medium diacritics: διατάκτης Low diacritics: διατάκτης Capitals: ΔΙΑΤΑΚΤΗΣ
Transliteration A: diatáktēs Transliteration B: diataktēs Transliteration C: diataktis Beta Code: diata/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A assigner of posts, Herm. ap. Stob.1.49.69.

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, der Anordner, Hermes bei Stob. Ecl. 1 p. 1084.

Greek (Liddell-Scott)

διατάκτης: -ου, ὁ, ἀρχηγός, ἡγεμών, Ἑρμ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 el que asigna un puesto o lugar c. gen. δ. τῶν ἐνσωματουμένων ψυχῶν el distribuidor de puestos de las almas que se encarnan, Corp.Herm.Fr.26.3
el que dispone o fija el orden τῶν τοιούτων Gr.Nyss.Hom.in Cant.122.9.
2 el que ordena, el que dirige, guía c. gen. del sol y la luna διατάκται ... τῶν ἄλλων (ἀστέρων) Ptol.Tetr.2.9.2, de Dios, Chrys.M.59.570, glos. a κοσμήτωρ Sch.Il.1.16 en POsl.12.3.16.

Greek Monolingual

ο (AM διατάκτης)
αυτός που διατάζει, εντολοδότης
νεοελλ.
δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο
αρχ.
αυτός που επιβάλλει τις διαταγές του, αρχηγός, ηγεμόνας.