διατορεύω

From LSJ
Revision as of 18:27, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατορεύω Medium diacritics: διατορεύω Low diacritics: διατορεύω Capitals: ΔΙΑΤΟΡΕΥΩ
Transliteration A: diatoreúō Transliteration B: diatoreuō Transliteration C: diatoreyo Beta Code: diatoreu/w

English (LSJ)

   A engrave, chase, S.Fr.315; δ. χρυσᾶς φιάλας στεφάνοις ἀμπέλου Aristeas 79; ὁ θεὸς ἐπίσταται τὰ ἑαυτοῦ δημιουργήματα δ. Ph.1.105; δ. ἐν σησάμῳ γράμμασιν ἔπη Plu.2.1083e:—Pass., Ael.VH14.7, Hierocl. p.37A.

German (Pape)

[Seite 607] = τορεύω, LXX.; διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες Ael. V. H. 14, 7.

Greek (Liddell-Scott)

διατορεύω: ἐγχαράττω, σκαλίζω, Σοφ. Ἀποσπ. 295 (χωρίον ἐφθαρμένον), Πλούτ. 2. 1083Ε (κοινῶς -τορνεύω), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7.

French (Bailly abrégé)

ciseler.
Étymologie: διά, τορεύω.

Spanish (DGE)

cincelar c. ac. de obj. φιάλας διετόρευσαν στεφάνοις ἀμπέλου Aristeas 79, c. ac. de resultado διατορεύειν ἐν σησάμῳ γράμμασιν ἔπη cincelar con letras en un grano de sésamo versos (de Homero), Plu.2.1083e
fig. δημιουργήματα ... διατορεῦσαι de Dios como creador, Ph.1.105, en v. pas., de los jóvenes espartanos ἐκ τῶν γυμνασίων οἱονεὶ διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες como esculpidos y cincelados por los gimnasios Ael.VH 14.7
de elementos lingüísticos cincelar, conformar Hierocl.7.56.

Greek Monolingual

(AM διατορεύω) τορεύω
σφυρηλατώ, χαράζω, σκαλίζω.

Russian (Dvoretsky)

διατορεύω: Soph. = διατορνεύω.