δορυπαγής

From LSJ
Revision as of 15:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορυπᾰγής Medium diacritics: δορυπαγής Low diacritics: δορυπαγής Capitals: ΔΟΡΥΠΑΓΗΣ
Transliteration A: dorypagḗs Transliteration B: dorypagēs Transliteration C: dorypagis Beta Code: dorupagh/s

English (LSJ)

[ῠ], ές,

   A compact of beams, νῆας A.Supp.743 (lyr.):—Ion. δουροπ- Opp.H.1.358.

German (Pape)

[Seite 660] ές, aus Balken zusammengefügt; νῆες Aesch. Suppl. 794; vgl. δουροπαγής.

Greek (Liddell-Scott)

δορῠπᾰγής: -ές, συμπεπηγμένος ἐκ δοκῶν, νῆας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743, πρβλ. δρυοπαγής· ― Ἰων. δουροπ-, Ὀππ. Ἁλ. 1. 358.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

(δορῠπᾰγής) -ές
de maderas bien ensambladas νῆες A.Supp.743. Cf. δουροπαγής.

Greek Monolingual

δορυπαγής και δουροπαγής, -ές (Α)
(για πλοίο) που αποτελείται από συναρμοσμένα ξύλα.

Russian (Dvoretsky)

δορυπᾰγής: v. l. = δοριπαγής.