δυναμερός
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ά, όν,
A potent, of drugs: hence as Subst., φυσικὰ δυναμερά, title of work by Ps.-Bolus, Suid. s.v. Βῶλος, cf. Archig. ap. Aët. 3.114.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυναμερός, -ά, -όν)
1. δυνατός, ισχυρός
2. (για υποστήριγμα) αυτός που έχει αντοχή
αρχ.-μσν.
(για φάρμακο) ισχυρός, τονωτικός.