δυσδιαχώρητος
νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers
English (LSJ)
ον,
A indigestible, Arist.Pr.927b21 (Comp.); hard to pass, prob. for -φόρητος, Xenocr.34. II Act., costive, Alex.Aphr.Pr.1.90, Sever. p.6 D.
German (Pape)
[Seite 677] schweren Stuhlgang habend, u. schweren Stuhlgang machend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαχώρητος: -ον, κακοχώνευτος, δύσπεπτος, Ἀριστ. Προβλ. 21. 8, 1. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκοίλιος, διατὶ οἱ ἰκτερικοὶ δ., Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de evacuar o eliminar μᾶζα Arist.Pr.927b21, de un pescado, Xenocr.22, τὸ σκύβαλον Sor.2.13.106, cf. Archig. en Aët.11.30.
2 que le cuesta evacuar ἡ γαστήρ Gal.15.761, οἱ ἰκτερικοί Alex.Aphr.Pr.1.90, Seuer.Clyst.p.6.
Greek Monolingual
δυσδιαχώρητος, -ον (Α)
1. δύσπεπτος
2. αυτός που διέρχεται με δυσκολία
3. δυσκοίλιος.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιαχώρητος: с трудом проходящий (через организм), т. е. неудобоваримый (sc. τροφή Arst.).