εὐαρεστία

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰρεστία Medium diacritics: εὐαρεστία Low diacritics: ευαρεστία Capitals: ΕΥΑΡΕΣΤΙΑ
Transliteration A: euarestía Transliteration B: euarestia Transliteration C: evarestia Beta Code: eu)aresti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = εὐαρέστησις, Hierocl.in CA11p.442M.: in pl., individual tastes, predilections, Phld.Rh.1.152S.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρεστία: ἡ, = εὐαρέστησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.

Greek Monolingual

εὐαρεστία, ἡ (Α) ευάρεστος
1. η ευαρέστηση
2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι
η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα.