εὖσα
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
Dor. fem. part. of εἰμί (
A sum), Theoc.2.76, (παρ-) 5.26; but εὗσα, aor. 1 of εὕω.
German (Pape)
[Seite 1097] = οὖσα, von εἰμί, dor., Theocr. 2, 76. 5, 26.
Greek (Liddell-Scott)
εὖσα: οὖσα, Δωρ. θηλ. μετοχ. τοῦ εἰμί, Θεόκρ. 2. 76., 5. 26.
French (Bailly abrégé)
v. εἰμί.
Greek Monolingual
εὖσα, ἡ (Α)
(δωρ. τ. μτχ. ενεστ. θηλ. του ρ. εἰμί) οὖσα.
Greek Monotonic
εὖσα: Δωρ. θηλ. μτχ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
εὖσα: дор. Theocr. part. f к εἰμί.