ζῳοτροφία

From LSJ
Revision as of 15:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοτροφία Medium diacritics: ζῳοτροφία Low diacritics: ζωοτροφία Capitals: ΖΩΟΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: zōiotrophía Transliteration B: zōotrophia Transliteration C: zootrofia Beta Code: zw|otrofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A feeding of animals, Pl.Plt.261e.

German (Pape)

[Seite 1144] ἡ, das Füttern, Halten von Thieren, Plat. Polit. 261 d.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοτροφία: ἡ, τὸ τρέφειν ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 261Ε. ΙΙ.ζωοτροφία, τὰ πρὸς τὸ ζῆν χρήσιμα, Δούκας Ἱστορ. σ. 15.

Greek Monolingual

(I)
η (Μ ζωοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (Ι)]
η αναγκαία τροφή για τη συντήρηση της ζωής
νεοελλ.
στον πληθ. οι ζωοτροφίες
τα τρόφιμα που συντελούν στη συντήρηση της ζωής, τα αναγκαία προς το ζην
μσν.
1. ο ανεφοδιασμός
2. συσσίτιο.
(II)
η (AM ζῳοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (ΙΙ)]
εκτροφή ζώων, κτηνοτροφία, ζωοκομία.

Russian (Dvoretsky)

ζῳοτροφία: ἡ кормление животных Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳοτροφία -ας, ἡ [ζῷον, τρέφω] dierenhouderij.