θεοστιβής
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ές,
A trodden by God, δειράς Limen.21; πυλεῶνες Procl.H.7.7.
German (Pape)
[Seite 1198] ές, von Gott betreten, E. M. 445, 51 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεοστιβής: -ές, πατηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, γῆ Πρόκλ. Ὕμν. 6. 6, Γρηγ. Ναζ 2, 949 (Migne) θεόστῐβος, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8795.
Greek Monolingual
θεοστιβής, -ές (AM)
αυτός πάνω στον οποίο βάδισε ο θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. πεδο-στιβής, χθονο-στιβής].