θυλακίτης

From LSJ
Revision as of 16:50, 30 November 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>" to "ῑ], ου, ὁ")

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλακίτης Medium diacritics: θυλακίτης Low diacritics: θυλακίτης Capitals: ΘΥΛΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: thylakítēs Transliteration B: thylakitēs Transliteration C: thylakitis Beta Code: qulaki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,= sq., only fem. θυλακῖτις μήκων the

   A common poppy (cf. θυλακίς), Dsc.4.64; θ. νάρδος,= ὀρεινὴ ν., Id.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ.· - θηλ., θυλακῑτης μήκων, ἡ κοινὴ παπαροῦνα (πρβλ. θυλακίς), Διοσκ. 4. 65· θ. νάρδος, ἡ ἀγρία, 1. 8.

Greek Monolingual

θυλακίτης, ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) θύλακος
(μόνο στο θηλ.) φρ. α) «θυλακῑτις μήκων» — η κοινή παπαρούνα
β) «θυλακῑτις νάρδος» — η άγρια νάρδος.