ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Full diacritics: καββάλλω | Medium diacritics: καββάλλω | Low diacritics: καββάλλω | Capitals: ΚΑΒΒΑΛΛΩ |
Transliteration A: kabbállō | Transliteration B: kabballō | Transliteration C: kavvallo | Beta Code: kabba/llw |
Aeol. for καταβάλλω, Alc.343; κάββαλε, Ep.for κατέβαλε, aor.2 of καταβάλλω:—also κάβαλεν· κατέβαλεν, Hsch. καββάς,
A v. καταβαίνω. καββασία, v. καταβασία. καββιόρνους· κατεσθίων, Id. κάββλημα· περίστρωμα (Lacon.), Id.
καββάλλω (Α)
αιολ. τ. του καταβάλλω.