κάρπωμα

From LSJ
Revision as of 21:17, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρπωμα Medium diacritics: κάρπωμα Low diacritics: κάρπωμα Capitals: ΚΑΡΠΩΜΑ
Transliteration A: kárpōma Transliteration B: karpōma Transliteration C: karpoma Beta Code: ka/rpwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fruit, A.Supp.1001; profit, Hsch.    II offering offruits, LXXNu.18.9; cf. κάρπωσις 11.

German (Pape)

[Seite 1329] τό, das Eingesammelte, die Frucht, Aeseh. Suppl. 979; der Ertrag, Nutzen, Sp. Das von Früchten als Opfer Dargebrachte, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κάρπωμα: τό, καρπός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1001· κέρδος, Ἡσύχ. ΙΙ. προσφορά, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΗ', 9)· πρβλ. κάρπωσις. II.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fruit.
Étymologie: καρπόω.

Greek Monolingual

κάρπωμα, τὸ (Α) καρπώ
1. καρπός («καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις», Αισχύλ.)
2. προσφορά καρπών («ἀπὸ τῶν ἡγιασμένων ἁγίων τῶν καρπωμάτων ἀπὸ πάντων τῶν δώρων αὐτῶν», ΠΔ)
3. ωφέλεια, κέρδος.

Russian (Dvoretsky)

κάρπωμα: ατος τό плод Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρπωμα -ατος, τό [καρπόω] vrucht.