καθίδρυμα
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἵδρυμα, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1285] τό, = ἵδρυμα.
Greek (Liddell-Scott)
καθίδρῡμα: τό, = ἵδρυμα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ (Α καθίδρυμα) καθιδρύω
το αποτέλεσμα του καθιδρύω, ίδρυμα
αρχ.
άγαλμα.