καινοποιός

From LSJ
Revision as of 15:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοποιός Medium diacritics: καινοποιός Low diacritics: καινοποιός Capitals: ΚΑΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kainopoiós Transliteration B: kainopoios Transliteration C: kainopoios Beta Code: kainopoio/s

English (LSJ)

   A novator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1294] neu machend, erneuernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινοποιός: -όν, κάμνω τι νέον, ἀνανεώνων, καινοποιοῦν πνεῦμα Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 608D.

Greek Monolingual

καινοποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει κάτι νέο, που ανανεώνει, ο ανανεωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, κακο-ποιός.