καμηλάσιον
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
τό,
A wages of camel-driver, PLond.5.1904.7 (v/vi A.D.).
Greek Monolingual
καμηλάσιον, τὸ (Α) καμηλάτης
πάπ. η αμοιβή του καμηλιέρη.