καλοπόδιον
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
τό,
A = καλάπους, Gal.6.364 (v.l.), Suid.:—hence κᾱλοποδάριαι φόρμαι lasts, Edict.Diocl.9.1.
German (Pape)
[Seite 1313] τό, dim. von καλόπους, VLL., v. l. καλαπόδιον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοπόδιον: τό, Γαλην. 6. σ. 364, ἴδε καλάπους.