καρπόδεσμος
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Full diacritics: καρπόδεσμος | Medium diacritics: καρπόδεσμος | Low diacritics: καρπόδεσμος | Capitals: ΚΑΡΠΟΔΕΣΜΟΣ |
Transliteration A: karpódesmos | Transliteration B: karpodesmos | Transliteration C: karpodesmos | Beta Code: karpo/desmos |
ὁ,
A bandage for wrist, Sor.Fasc.50, Cass.Fel.24.
καρπόδεσμος, ὁ (Α)
το δέσιμο του καρπού του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (ΙΙ) + δεσμός (< δέω [ΙΙ])].