καταβλής
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ῆτος, ὁ,
German (Pape)
[Seite 1340] ῆτος, ὁ, Riegel, Hesych. μάνδαλος.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλής: ῆτος, ὁ, = ἐπιβλής, μοχλός, μάνδαλος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καταβλής, -ῆτος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μοχλός της πόρτας, μάνταλο, σύρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βλής (βλής < θ. βλη-, πρβλ. ἐ-βλή-θην, αόρ. του βάλλω), πρβλ. παρα-βλής, συμ-βλής.