κοινωνητικός

Revision as of 18:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A v.l. for κοινωνικός, Plb.2.44.1; -κή (sc. ἐπιστήμη) social science, coupled with πολιτική, Plu.2.746a:—hyperdor. κοινωνατικός,

   A generous, liberal, Diotog. ap. Stob.4.7.62.

German (Pape)

[Seite 1470] = κοινωνικός, v. l. bei Pol. 2, 41, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωνητικός: -ή, -όν, διάφ. γραφ. ἀντὶ κοινωνικός, Πολύβ. 2. 44, 1.

Greek Monolingual

κοινωνητικός και δωρ. τ. κοινωνατικός, -ή, -όν (Α) κοινωνώ
1. δ. γρφ. αντί κοινωνικός
2. (ο δωρ. τ.) α) γενναιόδωρος
β) ελευθέριος.

Russian (Dvoretsky)

κοινωνητικός: Polyb. v. l. = κοινωνικός.