κατηβολή

Revision as of 11:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ,

   A = τὸ ἐπιβάλλον, E.Frr.614,750.    2 = καταβολή 111, Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot.    3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.

Greek (Liddell-Scott)

κατηβολή: ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.

Greek Monolingual

κατηβολή, ἡ (Α)
1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον (βλ. επιβάλλω)
2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός
3. επιβολή, αξίωμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολή (< βάλλω)
το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] koortsaanval.