κατηβολή
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ἡ,
A = τὸ ἐπιβάλλον (portion due), E.Frr.614,750.
2 = καταβολή III (attack), Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot.
3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.
Greek (Liddell-Scott)
κατηβολή: ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.
Greek Monolingual
κατηβολή, ἡ (Α)
1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον (βλ. επιβάλλω)
2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός
3. επιβολή, αξίωμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολή (< βάλλω)
το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] koortsaanval.
Translations
attack
Armenian: նոպա; Azerbaijani: tutma; Bulgarian: пристъп; Catalan: atac; Danish: anfald; Estonian: haigushoog; Finnish: kohtaus, sairaskohtaus; Georgian: შეტევა; German: Anfall; Greek: προσβολή, κρίση; Ancient Greek: καταβολή, κατηβολή, προσβολή; Indonesian: anfal, kritis, serangan; Ingrian: ammus; Irish: taom, ruaig; Italian: attacco; Norwegian Bokmål: anfall; Nynorsk: anfall; Plautdietsch: Aunfaul; Polish: atak, napad; Portuguese: ataque; Russian: приступ, припадок; Slovene: napad; Spanish: ataque; Welsh: pwl; Zazaki: tepıştış