κλύδιος

From LSJ
Revision as of 16:12, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠδιος Medium diacritics: κλύδιος Low diacritics: κλύδιος Capitals: ΚΛΥΔΙΟΣ
Transliteration A: klýdios Transliteration B: klydios Transliteration C: klydios Beta Code: klu/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A surging: κλύδιον· πέλαγος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1456] wogend, rauschend, VLL., τὸ κλύδιον, nach Hesych. = πέλαγος.

Greek (Liddell-Scott)

κλύδιος: -α, -ον, ὁρμητικός, κυματώδης. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλύδιον· πέλαγος».

Greek Monolingual

κλύδιος, -ία, -ιον (Α)
1. κυματώδης, ταραχώδης
2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τo κλύδιον
το πέλαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδ-ων + κατάλ. -ιος, πρβλ. δόλ-ιος, μύχ-ιος].