κορώνιος

From LSJ
Revision as of 18:31, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορώνιος Medium diacritics: κορώνιος Low diacritics: κορώνιος Capitals: ΚΟΡΩΝΙΟΣ
Transliteration A: korṓnios Transliteration B: korōnios Transliteration C: koronios Beta Code: korw/nios

English (LSJ)

ον,

   A with crumpled horns, Hsch.    II Κορώνιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cnossus, GDI5015.28.

Greek (Liddell-Scott)

κορώνιος: -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα βοῦς» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ.

Greek Monolingual

κορώνιος, -ον (Α) κορώνη
1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν)
ονομασία μήνα στην Κνωσό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον
είδος φυτού.