κωλυμάτιον
From LSJ
εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg.,
A catch or clutch in a machine, Hero Spir.1.17, al.
German (Pape)
[Seite 1542] τό, dim. zum Vorigen, Sp.; in der Kriegssprache = χελωνάριον.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κώλυμα· ― ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, = χελωνάριον, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σελ. 171, 181, κτλ.