κυρτοειδής

From LSJ
Revision as of 14:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρτοειδής Medium diacritics: κυρτοειδής Low diacritics: κυρτοειδής Capitals: ΚΥΡΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kyrtoeidḗs Transliteration B: kyrtoeidēs Transliteration C: kyrtoeidis Beta Code: kurtoeidh/s

English (LSJ)

ές, Astrol., of signs under which

   A hunchbacks are born, Thrasyll. in Cat.Cod.Astr.8(3).100, Vett. Val.11.13.    2 of the moon, ἐξ ἀμφοτέρων -ειδής, = ἀμφίκυρτος, Paul. Al.G.4.    3 gloss on κυφός, EM545.35.

German (Pape)

[Seite 1538] ές, reusenförmig, gekrümmt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυρτοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κυρτόν, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 28. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 35.

Greek Monolingual

κυρτοειδής, -ές (Α)
1. χαρακτηρισμός τών ζωδιακών σημείων στα οποία γεννιώνται οι κυφοί, οι καμπούρηδες
2. (για τη σελήνη) κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + -ειδής].