λαχανόπωλις
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A = -ήτρια, Ar.V.497, Alexand.Com.7.
German (Pape)
[Seite 20] ιδος, ἡ, fem. zu λαχανοπώλης, Ar. Vesp. 497 u. Sp.
Greek Monolingual
η (Α λαχανόπωλις, -ώλιδος) βλ. λαχανοπώλης.
Russian (Dvoretsky)
λᾰχᾰνόπωλις: ῐδος ἡ продавщица овощей, зеленщица Arph.