ληθαργώδης

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληθαργώδης Medium diacritics: ληθαργώδης Low diacritics: ληθαργώδης Capitals: ΛΗΘΑΡΓΩΔΗΣ
Transliteration A: lēthargṓdēs Transliteration B: lēthargōdēs Transliteration C: lithargodis Beta Code: lhqargw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = ληθαργικός, Dsc.Ther.15, Gal.7.466. Adv. -δῶς Dsc.4.64.

German (Pape)

[Seite 38] ες, = ληθαργικός, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ληθαργώδης: -ες, = ληθαργικός, Διοσκ. Θηρ. 15, Γαλην. 7. 153.

Greek Monolingual

ληθαργώδης, -ῶδες (Α) λήθαργος (Ι)]
ληθαργικός.
επίρρ...
ληθαργωδῶς (Α)
σε κατάσταση ληθαργίας, νάρκης.