λιβανομάννα

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνομάννα Medium diacritics: λιβανομάννα Low diacritics: λιβανομάννα Capitals: ΛΙΒΑΝΟΜΑΝΝΑ
Transliteration A: libanománna Transliteration B: libanomanna Transliteration C: livanomanna Beta Code: libanoma/nna

English (LSJ)

ἡ,

   A = μάννα λιβανωτοῦ, Orph.H.20 tit.

German (Pape)

[Seite 42] ἡ, Weihrauchmanna, Orph. H. 19, in der Ueberschrift. Vgl. μάννα.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνομάννα: ἡ, = μάννα λιβανωτοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

Greek Monolingual

λιβανομάννα, ἡ (Α)
λιβάνι τριμμένο σε σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάννα «σκόνη, κόκκος λιβανιού»].