Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Full diacritics: μακροτέρω | Medium diacritics: μακροτέρω | Low diacritics: μακροτέρω | Capitals: ΜΑΚΡΟΤΕΡΩ |
Transliteration A: makrotérō | Transliteration B: makroterō | Transliteration C: makrotero | Beta Code: makrote/rw |
A farther off, Id.Pr.901a22.
v. μακρῶς.
μακροτέρω (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερη απόσταση, μακρύτερα, περαιτέρω, παρέκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.
μακροτέρω: (ς) compar. к μακρῶς.