μεθεκτέον
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
(μετέχω)
A one must share, τινος Th.8.65; παιδιᾶς Pl. R.424e; νόμων Antiph.44.2: pl. μεθεκτέα Agath.2.14.
German (Pape)
[Seite 111] adj. verb. zu μετέχω.
Greek (Liddell-Scott)
μεθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ μετέχω, δεῖ μετέχειν, τινὸς Θουκ. 8. 66, Πλάτ. Πολ. 424Ε.
Greek Monotonic
μεθεκτέον: ρημ. επίθ. του μετέχω, αυτό που πρέπει να έχει μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεθεκτέον: adj. verb. к μετέχω.