μεσημέριος

Revision as of 22:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A = μεσημβρινός: τὸ μεσαμέριον at midday, Theoc.7.21:—also μεσ-ήμερον, τό, Gloss.

German (Pape)

[Seite 137] = Vorigem, μεσαμέριον, adverbial, Theocr. 7, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημέριος: -ον, = μεσημβρινός, μεσαμέριον, κατὰ τὴν μεσημβρίαν, Θεόκρ. 7. 21.

Greek Monolingual

μεσημέριος, -ον (Α)
1. μεσημβρινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.)
βλ. μεσημέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση μέση ἡμέρα (πρβλ. μέσον ήμαρ].

Greek Monotonic

μεσημέριος: -ον, ό,τι το προηγ., μεσαμέριον, κατά το μεσημέρι, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μεσ-ημέριος, ον = μεσημβρῐνός]
μεσαμέριον at mid-day, Theocr.