νεολεξία
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ἡ,
A tirocinium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 242] ἡ, Zustand des Neuangeworbenen, tirocinium.
Greek (Liddell-Scott)
νεολεξία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ νεόλεκτος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
(I)
η
το να λέει κανείς κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].
(II)
νεολεξία, ἡ (Α) νεόλεκτος
η κατάσταση του νεολέκτου.